- ἀβακοειδής
- ἀβακοειδής, ές,A like an ἄβαξ, Sch.Theoc.4.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αβακοειδής — ες (Μ ἀβακοειδής) [ἄβακας] αυτός που έχει σχήμα άβακα … Dictionary of Greek
ἀβακοειδές — ἀβακοειδής like an masc/fem voc sg ἀβακοειδής like an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αβακωτός — ή, ό 1. αβακοειδής 2. πλακοστρωμένος … Dictionary of Greek